νεαντερτάλιος

νεαντερτάλιος
-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνθρωπο τού Νεάντερταλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. neanderthalian < Neandert(h)al, κοιλάδα στη δυτική Γερμανία όπου ανακαλύφθηκαν τα φερώνυμα απολιθώματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προνεαντερτάλιος — α, ο, Ν [νεαντερτάλιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προϊστορικό ανθρώπινο τύπο από τον οποίο κατάγεται ο άνθρωπος τού Νεάντερταλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”